ἰσχαδοπώλης

Revision as of 16:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ου, ὁ, A dealer in figs, Pherecr.4, Nicoph.19:—fem. ἰσχᾰδό-πωλις, ιδος, Ar.Lys.564.

German (Pape)

[Seite 1272] ὁ, Feigenhändler; Nicophon bei Ath. III, 126 e; Pherecr. Poll. 7, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχαδοπώλης: -ου, ὁ ἔμπορος σύκων, Φερεκρ. ἐν «’Αγαθοῖς», 3, Νικοφ. Παρ’ Ἀθην. 126Ε. - θηλ. ἰσχᾰδόπωλις, ιδος, Ἀριστοφ. Λυσ. 564.

Greek Monolingual

ἰσχαδοπώλης, ό, θηλ. ἰσχαδόπωλις (Α)
αυτός που πουλά ή εμπορεύεται ξηρά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο-πώλης, παντο-πώλης.