ἱστιόκωπος

Revision as of 16:19, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

(sc. ναῦς), ἡ, A with oars and sails, a type of boat, Gell. 10.25.5.

Greek Monolingual

ἱστιόκωπος, ἡ (Α)
(ενν. ναυς) είδος πλοίου που χρησιμοποιεί ιστία και κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό-κωπος, φιλό-κωπος].

Russian (Dvoretsky)

ἱστιόκωπος: ἡ (sc. ναῦς) корабль, идущий и на парусах, и на веслах Gell.