κοπρόχωμα
Greek Monolingual
το
1. χώμα αναμεμιγμένο με κοπριά που χρησιμοποιείται ως λίπασμα
2. προϊόν αποσύνθεσης κοπριάς ή φυτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + χώμα (πρβλ. καστανόχωμα, κουμαρόχωμα)].
το
1. χώμα αναμεμιγμένο με κοπριά που χρησιμοποιείται ως λίπασμα
2. προϊόν αποσύνθεσης κοπριάς ή φυτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + χώμα (πρβλ. καστανόχωμα, κουμαρόχωμα)].