κληματίδα

Revision as of 18:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Greek Monolingual

η (AM κληματίς, -ίδος)
1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα
2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ.
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας ρανουγκουλίδες
μσν.-αρχ.
στον πληθ. αἱ κληματίδες
ξύλα για κάψιμο, φρύγανα («ἐπὶ τάς λοιπάς ἐμπρῆσαι βουλόμενοι ὁλκάδα παλαιὰν κληματίδων και δᾳδὸς γεμίσαντες... πῦρ ἐμβαλόντες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, -ατος + κατάλ. -ίς / -ίδος (πρβλ. αιματίς, υδατίς)].