κιναρηφάγος

Revision as of 07:40, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

[φᾰ], ον, A eating artichokes, Juba ap.Ath.8.343f.

German (Pape)

[Seite 1439] Artischocken fressend, Iob. ep. (App. 41).

Greek (Liddell-Scott)

κῐνᾰρηφάγος: -ον, ὁ τρώγων ἀγκινάρας, Ἰόβας παρ’ Ἀθην. 343F.

Greek Monolingual

κιναρηφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει αγκινάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + φάγος (< φαγεῖν, απρμφ. αορ). β' του ἐσθίω)
το -η- αντί -ο- για να αποφευχθούν οι τρεις βραχείες συλλαβές (πρβλ. βαλανηφάγος, καλαμηφάγος)].