λυχνοστάτης
Greek Monolingual
ο
στήριγμα λύχνου ή λυχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα-, πρβλ. ἔ-στα-μεν, στά-σις, του ἵστημι), πρβλ. θερμοστάτης, παραστάτης].
ο
στήριγμα λύχνου ή λυχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα-, πρβλ. ἔ-στα-μεν, στά-σις, του ἵστημι), πρβλ. θερμοστάτης, παραστάτης].