λογχήρης

Revision as of 10:11, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ες, A armed with a spear, λ. ἀσπισταί with spear and shield, E.IA1067 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λογχήρης: -ες, ὡπλισμένος διὰ λόγχης, λ. ἀσπιστής, ἔχω λόγχην καὶ ἀσπίδα, Εὐρ. Ι. Α. 1067.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
armé d’une lance.
Étymologie: λόγχη, ἄρω.

Greek Monolingual

-ες (AM λογχήρης, -ες)
οπλισμένος με λόγχη, λογχοφόρος («ἤξει χθόνα λογχήρεσι... ἀσπισταῑς», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + επίθ. -ήρης (I) (< ἀραρίσκω «συνδέω»), πρβλ. ξιφήρης.

Greek Monotonic

λογχήρης: -ες (ἄρω), οπλισμένος με λόγχη, δορυφόρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λογχήρης: вооруженный копьем (ἀσπιστής Eur.).

Middle Liddell

λογχ-ήρης, ες [*ἄρω]
armed with a spear, Eur.