σωματοπράτης
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δούλου., σωματέμπορος, Βυζ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πράτης (< πράτης), πρβλ. ἀρτοπράτης.
σωμᾰτοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δούλου., σωματέμπορος, Βυζ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.
ὁ, Μ
δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πράτης (< πράτης), πρβλ. ἀρτοπράτης.