σιοκόρος

Revision as of 10:15, 26 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ, Lacon. for θεοκόρος = νεωκόρος (q.v.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 883] ὁ, lakonisch statt θεοκόρος, = νεωκόρος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σιοκόρος: ὁ, Λακων. ἀντὶ θεο-κόρος, = νεωκόρος (ὃ ἴδε), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(λακων. τ.) νεωκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. του θεός + -κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεωκόρος.