σιός
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
Lacon. for θεός, Ar.Lys.81, 174, al., Foed. ap. Th.5.77, IG5 (2).510 (near Megalopolis, iii/ii B.C.); σιόρ, Hsch.; acc. σίν IG5(1).210.55, 211.51.
German (Pape)
[Seite 883] dor., bes. lakonisch statt θεός; Ar. Lys. 81. 174 u. öfter; ναὶ μὰ τὼ σιώ, bei Kastor u. Pollux, Xen. An. 6, 4, 34 Hell. 4, 4, 10.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lac. p. θεός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιός Lac. voor θεός.
Russian (Dvoretsky)
σιός: ὁ дор. (= θεός; дор. gen. τῶ σιῶ Thuc.) бог: ναὶ (μὰ) τὼ σιώ! Xen., Arph. клянусь обоими богами (т. е. Кастором и Полидевком)!
Greek (Liddell-Scott)
σιός: Λακων. ἀντὶ θεός. Ἀριστοφ. Λυσ. 81, 174, κ. ἀλλ., ἴδε παρὰ Θουκ. 5. 77, καὶ θεὸς ΙΙ.
Greek Monolingual
και σίς, ὁ, Α
(λακων. τ.) βλ. θεός.
Greek Monotonic
σιός: Λακων. και Βοιωτ. αντί θεός, σε Αριστοφ.
Lexicon Thucydideum
Jovis, of Jupiter, 5.77.4 (in foedere Dorico in the Doric treaty).