τρόφιον

Revision as of 13:45, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")

English (LSJ)

τό, A aliment, maintenance, Sammelb. 5349 (ii A. D.). 2 diet, Sor. ap. Gal.12.415: as adjective, ἐδάφη τ. pastures for the Hathor-cow, prob. in BGU1216.113 (ii B. C.). II circular pad to prevent sores, Gal.18(2).457.

Greek Monolingual

τὸ, Α τροφή
1. θρεπτική ουσία, τροφή
2. τρόπος διατροφής, δίαιτα
3. κυκλική προστατευτική επικάλυψη που εμποδίζει την πτώση λίθων
4. (με σημ. επιθέτου στη φρ.) «ἐδάφη τρόφια» — τα βοσκοτόπια πάπ..