μεταφυτεία

Revision as of 13:45, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

English (LSJ)

ἡ, A transplanting, Thphr.HP2.6.3, 7.5.3. 2 perhaps, substitution of a different form of cultivation, Ostr.Bodl.i 89 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 156] ἡ, Umpflanzung, Theophr.

Greek Monolingual

μεταφυτεία, ἡ (Α) μεταφυτεύω
1. το να φυτεύει κανείς ένα φυτό από έναν τόπο σε άλλο, μεταφύτευση
2. χρήση διαφορετικού τύπου καλλιέργειας.