ἱερωστί

Revision as of 06:48, 23 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Ion. ἱρωστί, Adv. A in holy sort, piously, Anacr.149.

German (Pape)

[Seite 1243] auf heilige Art, Anacr. bei Apollon. de adv. p. 572, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερωστί: Ἰων. ἱρωστί, Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον ἱερόν, ἱερῶς, ὁσίως, εὐσεβῶς, Ἀνακρ. 146.

Greek Monolingual

ἱερωστί και ιων. τ. ἱρωστί (Α)
επίρρ. με ιερό τρόπο, ιερά, όσια, με ευσέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός (πρβλ. αγνωστί, νεωστί, ταχεωστί].

Russian (Dvoretsky)

ἱερωστί: ион. ἱρωστί adv. благочестиво, благоговейно Anacr.