τρίβαφος

Revision as of 11:15, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s. v.l." to "s. v.l.")

English (LSJ)

ον, A thrice-dyed, i. e. of genuine dye, Lyd.Mag.1.7 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1140] dreimal in die Farbe getaucht, d. i. echt gefärbt, Io. Laur. Lyd. mens. 1, 17.

Greek (Liddell-Scott)

τρίβᾰφος: -ον, τρὶς βεβαμμένος, δηλ. καλῶς βεβαμμένος, τραβαία δὲ εἴρηται ὡσανεὶ τρίβαφος· ἐκ τριῶν γὰρ ἀποτελεῖται χρωμάτων Ἰω Λυδ. 1. 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο τρεις φορές βαμμένος, δηλαδή ο καλά ή ανεξίτηλα βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -βαφος (< βαφή), πρβλ. δί-βαφος].