μοιμυάω
English (LSJ)
A compress the lips or make grimaces in sign of displeasure, Hsch., Phot., v.l. for μοιμυλλᾶν in Poll.2.90; hence restored for τί μοι μυᾶτε; in Ar.Lys.126.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μοιμυάω: μοιμύλλω, ἴδε μυάω. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μοιμυᾶν· τὸ τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα προσάγειν». - «μοιμύλλειν θηλάζειν. ἐσθίειν. καὶ τὰ χείλη προσάπτειν ἀλλήλοις».
Russian (Dvoretsky)
Frisk Etymological English
Frisk Etymology German
μοιμυάω: μοιμύλλω
{moimuáō}
See also: s. μυάω (s. μύω) und μύλλον.
Page 2,249