μυάω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
(μύω) compress the lips in sign of displeasure, τί μοι μυᾶτε; Ar.Lys.126 codd., Sch., Suid.; μυᾶτε· σκαρδαμύττετε, Hsch.; cf. μοιμυάω.
German (Pape)
[Seite 213] (vgl. μύω), nach Schol. Ar. Lys. 126 τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα συνάγειν, die Lippen zusammenbeißen; τί μυᾶτε, Ar. a. a. O., erkl. der Schol. σκαρδαμύττεσθε ἢ μυκτηρίζετε, was verzieht ihr den Mund, od. blinzelt ihr, Ausdruck des Mißbehagens, Unwillens. S. μοιμυάω, μοιμύλλω.
Greek (Liddell-Scott)
μυάω: (μύω) συμπιέζω ἢ συνάγω τὰ χείλη μου εἰς ἔνδειξιν δυσαρεσκείας, τί μοι μυᾶτε; Ἀριστοφ. Λυσ. 126, ἔνθα ὁ L. Dind. μοιμυᾶτε, - τὸν τύπον τοῦτον μνημονεύουσιν ὁ Ἡσύχ., Φώτ., καὶ εἶναι διάφ. γραφ. ἐν Πολυδ. Β΄, 90 (ἀντὶ μοιμυλλᾶν)· οὕτω μοιμύλλω καὶ -άω, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 97, Ἡσύχ., Φώτ., ὁπόθεν ὁ Meineke διορθοῖ μοιμύλλειν ἀντί μοι μῦ λαλεῖν παρὰ τῷ Ἱππώνακτι 35.
Russian (Dvoretsky)
μῡάω: кусать губы (с досады) (τί μοι μυᾶτε - v.l. μοιμυᾶτε - κἀνανεύετε; Arph.).
Frisk Etymological English
See also: s. μύω.
Frisk Etymology German
μυάω: {muáō}
See also: s. μύω.
Page 2,263