βῶκος
English (LSJ)
ὁ, Doric for βοῦκος.
German (Pape)
[Seite 468] dor., Theocr., = βουκολιάζω, βουκόλος u. ä.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
βῶκος: ὁ, Δωρ. αντί βοῦκος.
ὁ, Doric for βοῦκος.
[Seite 468] dor., Theocr., = βουκολιάζω, βουκόλος u. ä.
βῶκος: ὁ, Δωρ. αντί βοῦκος.