συμπεριπλέκω

Revision as of 12:00, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

in Pass., A embrace, ἐν ἀγάπαις Thd. Pr.7.18.

German (Pape)

[Seite 986] mit umflechten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπλέκω: πλέκω ὁλόγυρα μετά τινος, περικυκλῶ μετά τινος, Ἀκύλας ἐν Παροιμ. Η΄, 8. ― Παθ., συνουσιάζομαι μετά τινος, ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης Ἐπιφάν. τ. σ. 56Ε.

French (Bailly abrégé)

enlacer tout autour.
Étymologie: σύν, περιπλέκω.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριπλέκω: обвивать, охватывать, (Plut. - v.l. к συμπλέκω).