ἀργικός

Revision as of 12:15, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ή, όν, A = ἀργός (B), θάκοις ἀ. καθήμενοι E.Fr.795 codd. Stob.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργικός: -ή, -όν, = ἀργός, ὀκνηρός, νωθρός, ἀργικοῖς Εὐρ. Ἀποσπ. 793 (κατὰ Ναύκ. μαντικοῖς).

Spanish (DGE)

(ἀργῐκός) -ή, -όν blanco θάκοις ἀργικοῖς ἐνήμενοι E.Fr.795 (cód.).

Greek Monolingual

ἀργικός, -ή, -όν (Α)
αργός (II), οκνηρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀργικός: (Eur., v.l. к μαντικός) = ἀργός III, 2.