ἱλάειρα

Revision as of 12:25, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ἡ, A mildly-shining, φλὸξ ἱλάειρα [ῐλᾰ] Emp.85; ἱλάειρα [ῑλᾱ] σελήνη Id.40: as pr. n., Cypr.Fr.8. (Prob. from ἱλαρός.)

German (Pape)

[Seite 1250] ἡ, σελήνη Empedocl. 170 (v.l. λάϊνα), φλόξ 240, mild glänzend, mit ἵλαος zusammenhangend, vgl. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ἱλάειρα: ῐ, ἡ, ἱλαρῶς φωτίζουσα, φλὸξ Ἐμπεδ. 243· σελήνη ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 920C. (Πιθαν. ἐκ τοῦς ἱλαρός).

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
bienfaisante.
Étymologie: ἵλαος.

Greek Monolingual

ἱλάειρα, ἡ (Α)
αυτή που δίνει ιλαρό φως (α. «ἱλάειρα φλόξ» β. «ἱλάειρα σελήνη», Εμπεδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱλα- (του ρ. ἱλά-σκομαι) + κατάλ. -ειρα κατά τα κτεάτ-ειρα, πί-ειρα. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. τών ουσ. φλοξ και σελήνη. Βλ. και λ. ιλάσκομαι].

Russian (Dvoretsky)

ἱλάειρα: ας (ῐλᾰ, v.l. ῑλᾱ) adj. f кроткая, благотворная (φλόξ, σελήνη Emped.).

Frisk Etymological English

ἵλαος, ἱλαρός, ἵλεως See also: s. ἱλάσκομαι.

Frisk Etymology German

ἱλάειρα: ἵλαος, ἱλαρός, ἵλεως
{hiláeira}
See also: s. ἱλάσκομαι.
Page 1,720