αἰσχροπρεπής

Revision as of 18:04, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

ές, A of hideous appearance, Sch.E. Hipp.75; f.l. for -επής, Ael.Fr.80.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχροπρεπής: -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, αἰσχρολόγος, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. εἶναι αἰσχροεπής.

Spanish (DGE)

-ές
1 de aspecto feo ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.Hipp.75.
2 fig. aborrecible, execrable αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ γοῦν τὸ ἔλαττον δαιμόνων A.Mart.7.16.

Greek Monolingual

αἰσχροπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που έχει δυσειδή, άσχημη εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -πρεπὴς < πρέπω.