εἰσφαίνω

Revision as of 18:04, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

A inform, f.l. in Philomnest. Hist.I.

German (Pape)

[Seite 746] anzeigen, Ath. III, 75 a, zur Erklärung des Wortes συκοφάντης.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, πληροφορῶ, φανερώνω, τοὺς ταῦτα... εἰσφαίνοντας ἐκάλουν... συκοφάντας Φιλόμνηστος παρ’ Ἀθην. 75Α.

Spanish (DGE)

1 tr. declarar ταῦτα Philomnest.1 (var.).
2 intr. lucir, brillar ὅπου λύχνος οὐκ εἰσφέννει (l. -φαίνει) medic. en PAnt.64.18 (pero quizá l. εἰσφέγγει)
fig. en v. med.-pas. sobresalir, destacar ὁ ἐν Ἰουδαίᾳ εἰσφανεὶς ἀνήρ ὁ σημεῖα καὶ τέρατα πεποιηκώς Hom.Clem.1.15.2.

Greek Monolingual

εἰσφαίνω (Α)
1. πληροφορώ, φανερώνω
2. παθ. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι.