A slaughter, f.l. in Lib.Loc.1.8.
[Seite 605] zerschneiden, tödten, Liban.
διασφάττω: ἴδε διασφάζω.
matar, asesinar Sch.Th.8.18.
διασφάττω (Α)κόβω τον λαιμό κάποιου.