προπταίω

Revision as of 18:10, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

dub. for προσπτ- in Luc.Ner.5; f.l. in Phalar.Ep.38.2.

German (Pape)

[Seite 741] vorher anstoßen, ein Unglück haben u. fallen, Luc. Ner. 5.

Greek (Liddell-Scott)

προπταίω: προσκόπτω προηγουμένως, ἀμφίβολον ἀντὶ τοῦ προσπτ- ἐν Φαλάρ. Ἐπιστ. 81, σ. 234, Ψευδο-Λουκ. Νέρων 3.

French (Bailly abrégé)

f. προπταίσω, pf. προέπταικα;
se heurter auparavant ; tomber en disgrâce auparavant.
Étymologie: πρό, πταίω.

Greek Monolingual

Α
υποπίπτω σε σφάλμα ή σε αμαρτία προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πταίω «αμαρτάνω»].

Russian (Dvoretsky)

προπταίω: досл. прежде спотыкаться или натыкаться, перен. терпеть крушение Luc.