περιτροχασμός

Revision as of 18:15, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

ὁ, f.l. for -ισμός in Antyll. ap. Orib.6.22.10.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροχασμός: -οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν τῇδε κἀκεῖσε, Ὀρειβάσ. 113 Matth.

Greek Monolingual

και περιτροχισμός, ὁ, Α περιτροχάζω
το να τρέχει κάποιος γύρω από κάτι.