προσυπολαμβάνω

Revision as of 18:20, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

A suppose besides, Arist.Cael.308a27; imply, import in addition, Phld.Mus.p.74 K. (Pass.), f.l. for προϋπ- in D.H.Th.35.

German (Pape)

[Seite 785] (s. λαμβάνω), noch dazu annehmen, Arist. de coel. 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπολαμβάνω: ὑπολαμβάνω προσέτι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 6, Διον. Ἁλ.

Greek Monolingual

Α
1. υποθέτω κάτι επί πλέον
2. συνεπάγομαι κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπολαμβάνω «θεωρώ, υποθέτω»].

Russian (Dvoretsky)

προσυπολαμβάνω: сверх того предполагать Arst.