προσυπολαμβάνω
From LSJ
English (LSJ)
suppose besides, Arist.Cael.308a27; imply, import in addition, Phld.Mus.p.74 K. (Pass.), f.l. for προϋπολαμβάνω in D.H.Th.35.
German (Pape)
[Seite 785] (s. λαμβάνω), noch dazu annehmen, Arist. de coel. 4.
Russian (Dvoretsky)
προσυπολαμβάνω: сверх того предполагать Arst.
Greek (Liddell-Scott)
προσυπολαμβάνω: ὑπολαμβάνω προσέτι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 6, Διον. Ἁλ.
Greek Monolingual
Α
1. υποθέτω κάτι επί πλέον
2. συνεπάγομαι κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπολαμβάνω «θεωρώ, υποθέτω»].