κακόσινος

Revision as of 18:43, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

English (LSJ)

ον, A very harmful, in Sup. -ώτατος (v.l. -ώτερος) Hp.Fract.46.

German (Pape)

[Seite 1303] sehr schädlich, Hippocr.

Greek Monolingual

κακόσινος, -ον (Α)
πολύ επιβλαβής, βλαπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + σίνος «βλάβη, φθορά»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόσινος -ον [κακός, σίνομαι] zeer schadelijk.