περιφλίω

Revision as of 18:55, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

English (LSJ)

[ῐ], A to be almost bursting with, ἀλοιφῇ Nic.Al.62 (v.l. -φλῐδόωντος from περι-φλῐδάω).

Greek Monolingual

Α
είμαι υπερπλήρης, φουσκωμένος με κάτι («περιφλίοντες ἀλοιφῇ» — που πάνε να σκάσουν από το λίπος, Νίκ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φλίω «είμαι φουσκωμένος, γεμάτος» (που μαρτυρείται μόνο στον τ. της μτχ. περιφλίοντος), βλ. λ. φλίω.