ἐχίδιον

Revision as of 18:56, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

English (LSJ)

τό, A young viper, Arist.HA558a29 (v.l. ἐχίδνιον); cf. ἐχείδιον.

German (Pape)

[Seite 1126] τό, = ἐχείδιον, Arist. H. A. 5, 1, μικρόν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχίδιον: (ῑ), τό, μικρὰ ἔχιδνα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 2· διάφ. γραφ. ἐχίδνιον.

Greek Monolingual

ἐχίδιον και δ. γρφ. ἐχίδνιον, τὸ (Α) έχις
μικρή έχιδνα, μικρή οχιά («τίκτει δὲ μικρὰ ἐχίδια ἐν ὑμέσιν», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐχίδιον: (ῐδ) τό молодая гадюка, змейка Arst.