χερσόθεν

Revision as of 16:55, 14 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")

English (LSJ)

Adv. from dry land, opp. sea, E. Heracl. 429, Hel. 1269.
from the ground, opp. water, Pi. O. 2.73.

German (Pape)

[Seite 1351] adv., vom festen Lande, vom Ufer her; Pind. Ol. 2, 80; Eur. Heracl. 430.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκ τῆς θαλ. ὥστ’ ἐξορᾶσθαι ῥόθια χερσόθεν μόλις Εὐρ. Ἑλ. 1269· εἶτα χερσόθεν πνοαῖσιν ἠλάθησαν ἐς πόντον πάλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 429. ΙΙ. ἀπὸ τῆς γῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὕδωρ, Πινδ. Ο. 2. 131.

French (Bailly abrégé)

adv.
de la terre ferme.
Étymologie: χέρσος, -θεν.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. από τη στεριά, από την ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. -ο-θεν (πρβλ. ἀγρό-θεν, μακρό-θεν)].

Greek Monotonic

χερσόθεν: επίρρ. (χέρσος
I. από την γη, σε Ευρ.
II. από την ξηρά, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

χερσόθεν: adv. от (с) суши, от берега (χ. ἀπὸ δενδρέων Pind.; χ. ἐς πόντον Eur.): ἐξορᾶσθαι χ. Eur. виднеться с берега.

Middle Liddell

χέρσος
I. from dry land, Eur.
II. from the ground, Pind.

English (Woodhouse)

from the land, from the shore