ἀναρραγής

Revision as of 11:37, 20 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(s. v.l.)" to "(s.v.l.)")

English (LSJ)

ές, A = ἄρρηκτος, Sch.A.Pr.6 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρραγής: -ές, ἀρραγής, «ἀναρραγέσι, ταῖς μὴ ἐχούσαις φύσιν ῥήγνυσθαι» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 6 πρὸς ἐξήγησιν τοῦ ἀρρήκτοις.

Spanish (DGE)

-ές irrompible Sch.A.Pr.5.

Greek Monolingual

ἀναρραγής, -ές (Μ)
ο άρρηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + -(ρ)ραγής < ρήγνυμι].