χιλιοναύτης

Revision as of 11:39, 18 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ου, Dor. χιλιοναύτας, α, ὁ, ἡ, with a thousand ships or of a thousand ships, στόλος Ἀργείων A.Ag.45 (anap.); σὺν κώπᾳ χιλιοναύτα Ἀτρεΐδα prob. in E.IT141 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1356] στόλος, eine Flotte von tausend Schiffen, Aesch. Ag. 45, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ Eur. I. T. 141.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιοναύτης: -ου, Δωρ. -ναύτας, α, ὁ, ἡ, ὁ συγκείμενος ἐκ χιλίων νεῶν, χιλίων πολεμικῶν πλοίων, στόλος Ἀργείων Αἰσχύλ. Ἀγ. 45· σὺν κώπᾳ χ. Εὐρ. Ι. Τ. 141· - ἀμφότερα λυρικὰ χωρία· - Λοβεκ. Παραλ. 268.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
de mille matelots.
Étymologie: χίλιοι, ναύτης.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χιλιοναύτας, ὁ, Α χιλιόναυς
(για στόλο) αυτός που αποτελείται από χίλια πολεμικά πλοία («στόλον Ἀργείων χιλιοναύτην τήσδ' ἀπὸ χώρας ἧραν», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

χῑλιοναύτης: -ου, Δωρ. -ναύτας, -α, ὁ, ἡ, αποτελούμενος από χίλια πολεμικά πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιοναύτης: дор. χῑλιοναύτᾱς, ου adj. m Aesch., Eur. = χιλιόναυς.

Middle Liddell

χῑλιο-ναύτης, ου,
with or of a thousand ships, Aesch., Eur.