ουδαμός

Revision as of 14:26, 26 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

οὐδαμός, -ή, -όν (Α)
ιων. τ. (μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («πρήγματα... οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω», Ηρόδ.).
επίρρ...
ουδαμώςοὐδαμῶς και, κατά δ. γρφ., οὐθαμῶς)
κατ' ουδένα τρόπο, με κανέναν τρόπο («δεικνύναι αὐτὰ οὐδαμῶς ἤθελον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ἁμός, δωρ. τ. του ἐμός (πρβλ. μηδ-αμός)].