πολυπάμων
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος, (πᾶμα, πέπαμαι) exceeding wealthy, Il.4.433.
German (Pape)
[Seite 668] ον, viel besitzend, sehr begütert; ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρός, Il. 4, 433; λαός, Orph. Arg. 1061.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπάμων: -ον, (πᾶμα, πέπᾱμαι), πλούσιος, πολλὰ κεκτημένος, πολυχρήμων, Ἰλ. Δ. 433.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
très riche, opulent.
Étymologie: πολύς, πάομαι.
English (Autenrieth)
ονος (πέπαμαι): much possessing, exceeding wealthy, Il. 4.433†.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολυκτήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. παμ-πάμων].
Greek Monotonic
πολῠπάμων: -ον (πέ-πᾱμαι), εξαιρετικά πλούσιος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πολυπάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) очень богатый (ἀνήρ Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπάμων -ον, gen. -ονος [πολύς,* πάομαι] zeer rijk.