λυγόω

Revision as of 13:50, 11 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

A tie fast, ἱμάντι κατ' αὐχένος ἅμμα AP9.150 (Antip.); ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθείς APl.1.15. II bend, overpower, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φρένα AP5.216 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠγόω: δένω σφιγκτῶς, στερεῶς, ἱμάντι κατ’ αὐχένος ἅμμα Ἀνθ. Π. 9. 150· ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθεὶς Ἀνθ. Πλαν. 15. ΙΙ. κάμπτω, καταβάλλω, δαμάζω, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φένα Ἀνθ. Π. 5. 217.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 plier, courber;
2 lier.
Étymologie: λύγος.

Greek Monotonic

λῠγόω: μέλ. λυγώσω, δένω σφιχτά, γερά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῠγόω:
1) завязывать (ἅμμα Anth.);
2) связывать, опутывать (φρένα τινός Anth.).

Middle Liddell

λῠγόω, fut. λυγώσω, to tie fast, Anth.