εντέμνω

Revision as of 22:10, 24 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐντέμνω, Α ιων. τ. ἐντάμνω)
κάνω τομή, εγκοπή σε κάτι, εγχαράζω
(«ἐντάμνων ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κόβω, αποκόπτω
2. διασχίζω
3. σφάζω στον βωμό για θυσία («ἐντέμνεται σφάγια»)
4. (για βότανα που χρησιμοποιούνται ως φάρμακο) κόβω κομμάτια.