εὐχειρία

Revision as of 14:11, 26 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Ion. εὐχειρίη, ἡ, A manual dexterity, skill, ἀνόητος εὐχειρία Hp.Art. 35, cf. Ruf. ap. Orib.inc.20.1; in flute-playing, Poll.4.72; in battle, Plb.11.13.3, 16.19.1, Fr.158 (pl.), Hdn.1.17.12, etc. (Sts. confused in codd with εὐχέρεια.)

German (Pape)

[Seite 1108] ἡ, Geschicklichkeit der Hand; Pol. 11, 13, 3, im plur., wie D. Sic. 19, 16; a. Sp., wie Hdn.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχειρία: ἡ, ταχύτης χειρός, ἱκανότης, ἐμπειρία, δεξιότης (πρβλ. εὐχέρεια Ι), ἀνόητος εὐχ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, πρβλ. Πολύβ. 11. 13, 3, κτλ.

Greek Monolingual

εὐχειρία και ιων. τ. εὐχειρίη, ἡ (Α) εύχειρ
1. ικανότητα, δεξιότητα, εμπειρία
2. δεξιοτεχνία.

Russian (Dvoretsky)

εὐχειρία: ἡ Polyb. = εὐχέρεια 1.