η (Α ἁγνεία) ἀγνεύωκαθαρότητα, αγνότητα, παρθενίαμσν.αγαμίααρχ.1. αυστηρή τήρηση τών θρησκευτικών καθηκόντων2. στον πληθ. αἱ ἁγνεῖαιτελετές καθαρμού, εξαγνισμού.