οσιότητα

Revision as of 08:05, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁσιότης, -ητος) όσιος
1. η συμπεριφορά σύμφωνα με τον θείο νόμο, ευσέβεια, αγιότητα («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης», Πλάτ.)
2. τιμητική προσφώνηση ιερωμένων («τοῖς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.)
αρχ.
σεβασμός («ἡ πρὸς τοὺς γονεῖς ὁσιότης καὶ ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσέβεια», Διόδ.).