πανατρεκής
English (LSJ)
ές, A all-exact, infallible, φάτις Keil-Premerstein Erster Berichtp.9 (Troketta); μνῆμα AP7.594 (Jul.): neut. as adverb, A.R.4.1382.
German (Pape)
[Seite 457] ές, ganz unfehlbar, wahrhaft, μνῆμα, Iul. Aeg. 63 (VII, 594); als adv. πανατρεκές Ap. Rh. 4, 1332.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνατρεκής: -ές, ὅλως ἀτρεκής, παναληθής, Ἀνθ. Π. 7. 594˙ - οὐδ. -ές, ὡς ἐπίρρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1382.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait véritable, infaillible ; n. adv. • πανατρεκές très certainement.
Étymologie: πᾶν, ἀτρεκής.
Greek Monolingual
πανατρεκής, -ές (Α)
1. εντελώς αλάνθαστος, αληθέστατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πανατρεκές
αληθέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀτρεκής «αληθής, ακριβής, σωστός»].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
πᾰνατρεκής: совершенно истинный, доподлинный, самый настоящий (μνῆμα Anth.).
Middle Liddell
πᾰν-ατρεκής, ές
all-exact, infallible, Anth.