αἱμόρροος

Revision as of 15:18, 9 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, contr. αἱμόρρους, αἱμόρρουν,
A flowing with blood, τρώματα Hp.Art.69; αἱμόρροοι φλέβες veins so large as to cause a haemorrhage if wounded, Id.Fract. 11, ubiv.Gal.
2 suffering from haemorrhoids, Hp.Epid.4.7.
II as substantive, a serpent, whose bite makes blood flow from all parts of the body, Philum.Ven.21, Nic.Th.282; cf. αἱμορροΐς III.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμόρροος: -ον, συνῃρ. αἱμόρρους, αἱμόρρουν, ἐξ οὗ ῥέει αἷμα, τρώματα, Ἱππ. Ἄρθρ. 831· αἱμ. φλέβες = φλέβες τόσον μεγάλαι, ὥστε νὰ ὑπόκεινται εἰς αἱμορραγίαν τραυματιζόμεναι, ὁ αὐτ. Ἀγμ. 759, ἔνθα ἴδε Γαληνόν· ὁ ὑποφέρων ἐξ αἱμορραγίας, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὄφις τοῦ ὁποίου τὸ δῆγμα ἐνεργεῖ, ὥστε τὸ αἷμα νὰ ῥέῃ ἐκ πάντων τῶν μερῶν τοῦ σώματος, Διοσκ. ἰοβόλ. 30. Νικ. Θ. 282· πρβλ. αἱμορροΐς, ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
att. αἱμόρρους, αἱμόρρους, αἱμόρρουν;
qui cause un flux de sang ; ὁ αἱμόρρους serpent d’Afrique dont la morsure cause des hémorragies.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.

Spanish (DGE)

-οον
• Alolema(s): át. contr. αἱμόρρους, αἱμόρρουν; αἱμόροος Nic.Th.318
I por el que fluye la sangre τρώματα Hp.Art.69, φλέψ Hp.Aff.29bis, Fract.11, Alcmaeo A 18, αἱ. ... φλέβας ὀνομάζει τὰς μεγάλας Gal.18(2).459
fig. σταφύλης εὖ λακτισμένης αἱμορρόῳ pasaje corrompido, Hes.Fr.381.
II subst.
1 (οἱ) αἱμόρροοι = derrames de sangre, hemorragias Hp.Epid.4.7.
2 zool. cierta serpiente, hemorroo δάκος αἱ. Nic.Th.282, cf. 318, 321, Philum.Ven.21 tít., Ael.Prom.45.20, 55.15, Ael.NA 15.13.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμόρροος -οον, contr. αἱμόρρους, αἱμόρρουν αἷμα, ῥέω met stromend bloed, bloedend; ook van zeer grote bloedvaten waar veel bloed doorheen stroomt; pregn. die last heeft van bloeduitstortingen. Hp. Epid. 4.7.