γαβάνι

Revision as of 16:01, 10 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=γάβανο, το και γαβάνα, η και γαβάνι, το (Μ γάβενον, το)<br /><b>1.</b> πιάτο<br /><b>2.</b> πή...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

γάβανο, το και γαβάνα, η και γαβάνι, το (Μ γάβενον, το)
1. πιάτο
2. πήλινο ποτήρι
3. ξύλινο στρογγυλό δοχείο με σκέπασμα για τη μεταφορά φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γάβαθον. Η μετακίνηση του τόνου στο θηλ. γαβάνα αναλογικά προς το συνώνυμο γαβάθα].