θυγατριδοῦς

Revision as of 20:03, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A daughter's son, grandson, Is.8.17, Arist.Fr.473, Ph.2.82,425, OGI529.23 (Sebastopolis): acc. -δῆ, as though from nom. -δεύς, ib. 377.5 (Smyrna, i A.D.):—Ion. θῠγατρ-ιδέος Hdt.5.67, 69.

French (Bailly abrégé)

v. θυγατριδέος.

Greek Monolingual

θυγατριδοῦς και θυγατρίδης, ὁ (Α)
βλ. θυγατριδεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ-ιδοῦς < θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + κατάλ. -ιδοῦς (< -ιδ-εός με συναίρεση), δηλωτική του απογόνου (πρβλ. αδελφ-ιδούς)].

Greek Monotonic

θῠγατρῐδοῦς: -οῦ, ὁ, ο γιος της κόρης, εγγονός, σε Αττ.· Ιων. -ιδέος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

θῠγατρῐδοῦς: ὁ стяж. = θυγατριδέος.

Middle Liddell


a daughter's son, grandson, attic; ionic -ιδέος, Hdt.

English (Woodhouse)

daughter's son