θυγατριδεύς
From LSJ
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
Greek (Liddell-Scott)
θῠγατριδεύς: έως, ὁ, ὁ τῆς θυγατρὸς παῖς, ἔγγονος, θυγατριδῆ Ζήνωνα Ἐπιγρ. Σμύρνης ἐν Rhein. Mus. f. Plin. N. F. XXVII, σ. 463.
Greek Monolingual
θυγατριδεύς, ὁ (Α)
επιγρ. ο γιος της θυγατέρας, ο εγγονός από κόρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ-ιδεύς< θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρός, δοτ. θυγατρί) + κατάλ. -ιδεύς, δηλωτική του απογόνου (πρβλ. λεοντιδεύς, πελαργιδεύς)].