σπιλώνω
Greek Monolingual
σπιλῶ, -όω, ΝΜΑ σπίλος (Ι)]
μτφ. κηλιδώνω, λερώνω ηθικά, ατιμάζω (α. «σπιλώνει την τιμή της οικογένειάς της με τη συμπεριφορά της» β. «ἡ γλῶσσα... ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα», ΚΔ)
αρχ.
1. προξενώ κηλίδες, λερώνω («εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι διηλλαγμένοις», Λουκιαν.)
2. σημειώνω με στίγματα («μέλανι συνθήματι τὸ ὑπὲρ πῆχυν ἐσπίλωτο», Ηλιόδ.).