ἀξιομισής
English (LSJ)
ές, A worthy of hate, hateful, D.C.78.21.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιομῑσής: -ές, ἄξιος μίσους, μισητός, Δίων Κ. 78. 21· οὕτω καὶ ἀξιομίσητος, ον, Πλούτ. 2. 10Α, 537C: - ἀξιόμῑσος, ον, ἀπαντᾷ ἐν ἐφθαρμένῳ τινὶ χωρίῳ τοῦ Αἰσχύλου, Εὐμ. 366.
Spanish (DGE)
(ἀξιομῑσής) -ές
digno de odio A.Fr.472.5, οὓς μάλιστα ... ἀξιομισεῖς ἐνόμιζεν εἶναι D.C.78.21.2.
Greek Monolingual
ἀξιομισής (-οῦς), -ές (Α)
ο αξιομίσητος.