παραθαλάττιος

Revision as of 18:22, 21 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

French (Bailly abrégé)

att. c. παραθαλάσσιος, α, ον :
qui est sur le bord de la mer, maritime ; ἡ παραθαλαττία (γῆ) XÉN contrée maritime.
Étymologie: παρά, θάλασσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραθαλάττιος -α -ον, f. ook -ος, Ion. παραθαλάσσιος en παραθαλασσίδιος [[[παρά]], θάλαττα] aan zee gelegen, kust‑: subst. ἡ παραθαλαττία = ἡ παραθαλάσσιος = τὰ παραθαλάσσια de kuststreek: τὰ παραθαλάσσια τῆς Ἑλλάδος = de kust van Griekenland Hdt. 3.135.1.