ἐπικτῶμαι, -άομαι (Α)1. αποκτώ επιπλέον («τριήρεις κέκτησθε πολλάς καὶ πάτριον ἡμῖν ἐστιν ἐπικτᾶσθαι», Ξεν.)2. φρ. «ἀρχὴν ἐπικτῶμαι» — επεκτείνω την κυριαρχία μου.