πύρεθρον

Revision as of 16:32, 12 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ῠ], τό, pellitory, Anacyclus pyrethrum, Nic.Th.938, Gal. 12.110, etc.; πύρεθρος (v.l. -ον) Dsc.3.73; cf. πυρῖτις ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 821] τό, eine hitzige, gewürzige Pflanze; Nic. Ther. 938; Diosc.; vielleicht anthemis pyrethrum, Linn.

Greek (Liddell-Scott)

πύρεθρον: τό, πυρῖτις βοτάνη, Νικ. Θηρ. 938, Διοσκ. 3. 86, Γαλην., κλπ.· πρβλ. πυρῖτις ΙΙ.

Spanish

parietaria

Greek Monolingual

το / πύρεθρον, ΝΜΑ
πολυετές ποώδες φυτό που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει 40-50 είδη τα οποία είναι ιθαγενή κυρίως της Δυτικής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + επίθημα -ε-θρον (βλ. λ. -θρον). Το -ε- του επιθήματος είναι πιθ. αναλογικό προς το επίθημα -εθρον ορισμένων τύπων που προέρχονται από θ. με δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. φαρύγγ-ε-θρον: φάρυγξ). Το φυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τών θερμαντικών του ιδιοτήτων. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. νεολατ. pyrethrum].